ριπίδα

ριπίδα
η / ῥιπίς, -ίδος, ΝΜΑ
το ριπίδιο, η βεντάλια
μσν.
λειτουργικό ριπίδιο, εξαπτέρυγο
αρχ.
1. φυσητήρι για την αναρρίπηση τής φλόγας, για το δυνάμωμα τής φωτιάς («ἐρεθιζόμενος οὐρία ῥιπίδι», Αριστοφ.)
2. ῥιπίρ*
3. (κατά τον Ησύχ.) «τοῡ σκέλους τὸ ἀκροκώλιον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. ῥιπίζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ῥιπίδα — ῥῑπίδα , ῥιπίς fan for raising the fire fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ριπίρ — Α 1. (κατά τον Ησύχ.) «ῥιπίς, τὸ πλέγμα, ἤ ἐκ σχοίνου πέτασος. Ἀττικοὶ δὲ ῥιπίδα, ᾧ τὸ πῡρ καίουσι καὶ τραπέζας οὕτω λέγουσι» 2. πιθ. είδος παιχνιδιού με κρίκους. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο δυσερμήνευτος τ. ῥιπίρ, που παραδίδει ο Ησύχ., με την πρώτη σημ.… …   Dictionary of Greek

  • ριπιδογοργία — Οκτωκοράλλια ακτινόζωα, που ζουν στις θερμές θάλασσες. Σχηματίζουν αποικίες, που έχουν το σχήμα βεντάλιας. Γνωστότερο είδος είναι ρ. η ριπίδα, που ζει στη θάλασσα των Αντιλών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”